-
1 необходимо
необходимо είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να... мне \необходимо уехать είναι ανάγκη να φύγω" мне \необходимо связаться по телефону πρέπει να τηλεφωνήσω* * *είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη, πρέπει να…мне необходи́мо уе́хать — είναι ανάγκη να φύγω
мне необходи́мо связа́ться по телефо́ну — πρέπει να τηλεφωνήσω
-
2 надобность
-и θ.αναγκαιότητα, ανάγκη•надобность книги η αναγκαιότητα του βιβλίου•
в этом нет никакой -и γι αυτό δεν είναι καμιά ανάγκη•
по казнныой -и για υπηρεσιακούς λόγους•
по минованию -и όταν πια δε θα υπάρχει ανάγκη ή δε χρειάζεται•
смотря по -и κατά την ανάγκη•
по мере -и όσο είναι ανάγκη, όσο χρειάζεται•
крайняя надобность επιταχτική (απόλυτη) ανάγκη•
в случае надобность σε περίπτωση•
ое-νάγκης, εν ανάγκη, στην ανάγκη.
-
3 нужда
нужд||аж1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη. -
4 необходимо
необходи́м||опредик безл εἶναι ἀπαραίτητο, εἶναι ἀναγκαϊο[ν], εἶναι ἀνάγκη:крайне \необходимо εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη. -
5 незачем
-
6 нужно
απρόσ. ως κατηγ. χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο πρέπει•дайте мне всё, что нужно для писания δόστε μου ό,τι χρειάζεται για γράψιμ•
если будет нужно αν χρειαστεί, αν παραστεί ανάγκη•
кого вам-Τποιόν θέλετε;•
он не знает как нужно обращаться с лгадми αυτός δεν ξέρει πως πρέπει να συμπεριφέρεται με τους ανθρώπους•
мне нужно его видеть είναι ανάγκη να τον ιδώ•
если нужно я прийду αν χρειαστεί, θα έρθω•
мне нужно с вами поговорить πρέπει να μιλήσω μαζί σας•
что вам -? τι θέλετε;
εκφρ.очень нужно – κ. παλ. куда как нужно αυτό χρειάζεται ακόμα. -
7 необходимо
[νιαπχαντίμα] ρ. ακρόα. είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη -
8 необходимо
[νιαπχαντίμα] ρ ακρόα. είναι απαραίτητο, είναι ανάγκη -
9 незачем
незачемнареч δέν ὑπάρχει λόγος νά..., δέν εἶναι ἀνάγκη:\незачем ду́мать об $том δέν ὑπάρχει λογος νά τό σκέφτεστε. -
10 незачем
[νιέζρτσιμ] εκίρ. δεν υπάρχει λόγος να..., δεν είναι ανάγκη -
11 незачем
[νιέζρτσιμ] επίρ δεν υπάρχει λόγος να..., δεν είναι ανάγκη -
12 неча
επιρ. (διαλκ.) δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται. -
13 нечего
нечего 1нечему, нечем, не о чемαντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•
нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•
тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•
нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•
нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•
тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•
не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•
-делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
нечего 2ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•
нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•
вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•
его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.
-
14 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
15 нуждаться
-йюсь, -аешьсяρ.δ. έχω ανάγκη., χρειάζομαι, δέομαι•нуждаться в деньгах έχω ανάγκη από χρήματα — в помощь έχω ανάγκη βοήθειας, χρειάζομαι, βοήθεια•
больной -ется в свежем воздухе ο άρρωστος χρειάζεται καθαρό αέρα•
он во всм -ется αυτός δεν έχει τίποτε, είναι θεόφτωχος•
нуждаться в отдых έχω ανάγκη ανάπαυσης.
-
16 необходимо
ως κατηγ. είναι απαραίτητον- αναγκαίον χρειάζεται οπωσδήποτε•необходимо принять меры είναι απαραίτητο να παρθούν μέτρα•
мне необходимо нужно его видеть είναι απόλυτη ανάγκη να τον δω•
совершенно, крайне необходимо είναι πολύ αναγκαίον, чтобы я остался здесь είναι απαραίτητο να μείνω εδώ.
-
17 какой
αντων.1. (ερωτηματική) ποιος; τι;какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•-го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•
-ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•
к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•
-ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;
2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.
3. (αναφορ.) ποιος, τι•не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.
|| που, οποίος•таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.
4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).
5. επιφ. τι•какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•
какой добрый! τι καλός!•
-ое несчастие! τι δυστυχία!
εκφρ.какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•из -их – παλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•-им образом? – πως; με τι τρόπο; -
18 зарез
-а α.1. σφάξιμο ζώων.2. δυστυχία, κακοτυχιά, συμφορά, χαμός.3. χάραξη με μαχαίρι.εκφρ.до зарезу – πάρα πολύ, σφάξε με καλύτερα, είναι υπέρτατη ανάγκη•мне до -у нужно сто рублей – έχω απόλυτη ανάγκη για εκατό ρούβλια. -
19 зарезать
зарезать 1-ежу, -ежешьρ.σ.μ.1. σφάζω, ««-τασφάζω. || κατασπαράζω, ξεσχίζω• πόβω•волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.
2. (για άλογο) τρέχω με όλη την ταχύτητα.3. μτφ. βλάφτω, συφοριάζω, ποτίζω φαρμάκια.εκφρ.без ножа зарезать – καταστενοχωρώ, ποτίζω φαρμάκια•хоть зарежь – α) είναι απόλυτη ανάγκη (είναι προτιμότερο να με σφάξεις παρά να μη μου δόσεις αυτό που ζητώ), β) κατ’ ουδένα τρόπο•хоть зарежьте, не понимаю – με κανένα τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω.σφάζομαι, μαχαιρώνομαι.зарезать 2ρ.σ. κόβω, κόπτω, τέμνω. -
20 худой
худой Iприл (худощавый) ἀδύνατος, ἰσχνός.худ||ой IIприл1. (плохой) κακός, ἄσχημος:\худойая слава κακή φήμη:\худой мир лучше доброй ссо́ры поел. ἡ κολοβή είρήνη εἶναι καλύτερη· ἀπό τόν ὠραΐο καυγᾶ·2. (дырявый) разг τρύπιος, τριμμένος, φαγωμένος:\худойые башмаки́ τά τρύπια παπούτσια· ◊ на \худой конец σέ ἐσχατη ἀνάγκη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
στερεότυπα, κοινωνικά — Είναι το προϊόν της απόδοσης ενός χαρακτηριστικού στα αντικείμενα (π.χ. ομάδες ατόμων), που προέρχεται από μια επιπόλαιη ή πολύ κατά προσέγγιση και αυθαίρετη γενίκευση, και επομένως αποκλείει κάθε λογική επεξεργασία ή πειραματική επαλήθευση.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek